ΦΟΒΙΕΣ - ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ

Η οικογένεια και το σχολείο είναι οι πιο αντιπροσωπευτικοί κοινωνικοί παράγοντες – σχηματισμοί με τους οποίους το παιδί έρχεται σε επαφή κατά τα χρόνια που διαμορφώνεται η προσωπικότητά του.  Και οι δύο έχουν επιφορτιστεί με το έργο να μετασχηματίσουν το βρέφος – ένα τελείως εξαρτημένο πλάσμα – σε ένα αυτοδύναμο, με αναπτυγμένες τις πνευματικές του ιδιότητες και υπεύθυνο μέλος της κοινωνίας.  Αυτή η διαδικασία «εκπολιτισμού» του ατόμου ονομάζεται κοινωνικοποίηση.

Η σχολική περίοδος είναι μια κρίσιμη φάση στη ζωή του ατόμου, παρ’ όλο που οι ενήλικες όταν τη θυμούνται την αναπολούν με ευχάριστες αναμνήσεις και τη βρίσκουν αμέριμνη, συγκρίνοντάς την προφανώς με τις ευθύνες της ενήλικης ζωής.

 Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι οι συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί στο σχολείο μπορεί να εκδηλωθούν από τις πρώτες κιόλας μέρες της φοίτησής του. Για τα περισσότερα παιδιά, η φοίτηση στο σχολείο αποτελεί την πρώτη τους εμπειρία παρατεταμένης απομάκρυνσης από το σπίτι.  Το μικρό παιδί των 5 ή 6 ετών αφήνει για πρώτη φορά το προστατευτικό περιβάλλον του σπιτιού, τη γνώριμη – στοργική παρουσία των γονέων, την ανέμελη ζωή χωρίς καθήκοντα, τις βολικές συνήθειες του σπιτιού.  Ένα περιβάλλον δηλαδή, όπου ως τώρα έπαιρνε πολλά και έδινε ελάχιστα ή τίποτε.  Αντιθέτως, στο σχολείο όταν πρωτομπαίνει, συναντά νέα πρόσωπα, παιδιά που δεν γνώριζε ως τώρα και προπαντός νέους κανόνες, με ξένα πρόσωπα τους δασκάλους, τους οποίους πρέπει να υπακούσει, αλλιώς θα θεωρηθεί αποτυχημένο ή θα τιμωρηθεί.  Όλες αυτές τις ώρες το παιδί δεν έχει καμία πρόσβαση και καμία δυνατότητα προσφυγής στη μητρική προστασία και συμπαράσταση.

Η είσοδος λοιπόν στη νέα, μικρή κοινωνία του σχολείου αποτελεί για πολλά απροετοίμαστα παιδιά ένα δύσκολο σταυροδρόμι, στο οποίο δεν θέλουν να προχωρήσουν, ειδικά όταν δεν είναι προετοιμασμένα είτε ψυχικά για τον ανταγωνισμό ο οποίος είναι φυσικό να προκύψει στη νέα αυτή ομάδα, είτε πρακτικά σε προσωπικά ζητήματα, όπως είναι η χρήση τουαλέτας.  Επίσης, πολύ περισσότερο δυσκολεύεται ένα παιδί που στα πρώτα του χρόνια δεν ανέπτυξε πρωτοβουλίες, δεν έμαθε να συγκρατεί τις επιθυμίες του μέσα στο σπίτι και έφθασε να είναι απαιτητικό από τους γονείς, χωρίς να υποχωρεί ή να ανταποδίδει σε αυτούς με τους οποίους είναι ουσιαστικά δεμένο.  Αντίθετα, το ώριμο παιδί, μπορεί να θεωρήσει το σχολείο μια ευπρόσδεκτη ποικιλία, μια ευχάριστη εναλλαγή, ιδίως αν στο σπίτι νιώθει πλήξη και μοναξιά.  Ατομικοί παράγοντες λοιπόν, όπως η προσωπικότητα του παιδιού, καθώς και οι ιδιαίτερες συνθήκες στο εξελικτικό ιστορικό του (καλή σωματική υγεία, διαπαιδαγώγηση) έχουν αναμφίβολα εξαιρετική σημασία, ως προς την ομαλή προσαρμογή στις νέες συνθήκες του σχολικού πλαισίου.

Στη εξέλιξη ενός παιδιού φυσιολογικά παρατηρούνται φόβοι (π.χ. βροντές, αεροπλάνα), σε πολλά όμως παιδιά παρατηρούνται φοβίες και ιδιαίτερα, παροδικά ή μονιμότερα, το φαινόμενο της σχολικής άρνησης – είχε περιγραφεί αρχικά ως σχολική φοβία – η οποία ποικίλει ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, την οικογενειακή δομή, την προσωπικότητα που έχει διαμορφωθεί, τις σχολικές συνθήκες και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση.  Στη σημερινή μας συζήτηση, αρχικά θα παρουσιαστεί ο διαχωρισμός μεταξύ φόβου – φοβίας, συνοπτικά οι διάφορες μορφές φοβικών διαταραχών, στη συνέχεια θα επικεντρωθούμε στο φαινόμενο της σχολικής άρνησης και ολοκληρώνοντας στους τρόπους αντιμετώπισης.     

  1. ΦΟΒΟΙ ΚΑΙ ΦΟΒΙΕΣ

Ο φόβος είναι μια ψυχική κατάσταση, που σαν συνειδητό «σήμα κινδύνου» κινητοποιεί τον οργανισμό ώστε να αποφύγει ή να καταπολεμήσει μια εξωτερική απειλή.  Με αυτή την έννοια ο όρος «φόβος» αφορά σε μια φυσιολογική συναισθηματική αντίδραση του οργανισμού για άμυνα μπροστά σε ένα συγκεκριμένο κίνδυνο (και όχι αόριστο όπως στο άγχος), στην οποία κάθε γονέας αξιοποιεί για να διδάξει το παιδί να αποφεύγει τους κινδύνους.  

Οι συνηθέστεροι φόβοι, οι οποίοι εμφανίζονται στην ηλικία των 2 ετών περίπου αφορούν καταστάσεις που συνδέονται με το συναίσθημα της ανασφάλειας και με ανησυχίες απέναντι στο άγνωστο και το ξαφνικό, όπως το σκοτάδι, τα παράξενα και ογκώδη αντικείμενα, οι μεγάλοι σκύλοι που γαβγίζουν και κυρίως ο φόβος μη φύγει η μητέρα το βράδυ όταν το παιδί θα κοιμηθεί.  Στα 5 οι φόβοι είναι σχετικά μειωμένοι και πιο κοντά στην καθημερινή ζωή – το παιδί φοβάται μην πέσει, μη χτυπήσει, μη το δαγκώσει ένας σκύλος.  Στην ηλικία των 6-7 ετών επανέρχονται πολλοί φόβοι και κυρίως σχετικοί με φαντάσματα, μάγισσες, καθώς σε αυτήν την ηλικία προάγεται το φανταστικό παιχνίδι και επιτρέπει να επινοήσουν και ταυτόχρονα να υποδυθούν φανταστικούς ή πραγματικούς χαρακτήρες, αλλά και φόβοι θανάτου ενός από τους γονείς.  Στην περίοδο 8-10 ετών οι φόβοι βαθμιαία ελαττώνονται.  

Μελέτες για τους φόβους της παιδικής ηλικίας δείχνουν ότι οι φόβοι είναι τόσο συχνοί, ώστε μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι «φυσιολογικό» για τα παιδιά να φοβούνται το ένα ή το άλλο ερέθισμα στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους.  Είναι φανερό ότι, παρότι ο φόβος είναι, ως ένα βαθμό, κάτι συνηθισμένο στην παιδική ηλικία, η σοβαρότητα των συγκεκριμένων φοβικών αντιδράσεων μπορεί να κριθεί μόνο από τις συνέπειες που έχουν στην καθημερινή ζωή του παιδιού.  Είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι γονείς ότι οι παιδικοί φόβοι έρχονται και παρέρχονται και ότι οι περισσότεροι φόβοι απλώς ταράζουν, αναστατώνουν και καθόλου δεν εμποδίζουν την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού.

Από την άλλη μεριά, η φοβία μοιάζει με τον κανονικό φόβο, χαρακτηρίζεται όμως από έντονο, διαρκή, υπερβολικό και παράλογο φόβο, ο οποίος προκαλείται από την παρουσία ή την αναμονή ειδικού αντικειμένου, δραστηριότητας, κατάστασης ή ατόμου.  Σε αντίθεση με τους φυσιολογικούς φόβους, η φοβία είναι δυσανάλογη σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση, δεν εξηγείται λογικά, είναι ακούσια και οδηγεί σε αποφυγή της φοβικής κατάστασης.  Οι πιο γνωστές και συζητημένες φοβίες είναι η κλειστοφοβία (φόβος για τους κλειστούς χώρους), η αγοραφοβία (φόβος για τους ανοιχτούς χώρους και το πλήθος), η ακροφοβία (φόβος για τα ύψη) και η ζωοφοβία (φόβος για τα ζώα).  Έχουν καταγραφεί περίπου 200 είδη φοβιών.  Εφόσον το άτομο αναγκασθεί να έρθει αντιμέτωπο με το φοβικό αντικείμενο εκδηλώνεται μια σειρά συμπτωμάτων, όπως ταχυκαρδία, κεφαλαλγία, ιδρώτας, ζάλη, ναυτία, έμετοι κλπ.  Επίσης, στις μισές περίπου περιπτώσεις παρατηρούνται άλλα σημεία ψυχικής έντασης, όπως ονυχοφαγία, ανορεξία, ανήσυχος ύπνος, υπνοβασία.

Θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «φοβία» για μερικές από τις αγχώδεις και φοβικές καταστάσεις της παιδικής ηλικίας που θεωρούνται φυσιολογικοί – αναπτυξιακοί φόβοι.  Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι φοβίες είναι δυσπροσαρμοστικές μορφές συμπεριφοράς – δεν εξυπηρετούν κανένα χρήσιμο σκοπό.  Αντίθετα, ο φόβος του παιδιού για πραγματικά επικίνδυνες καταστάσεις είναι προσαρμοστικός.

Για να κρίνουμε αν ο φόβος του παιδιού είναι μια αβλαβής φάση την οποία θα ξεπεράσει με τη βοήθεια του χρόνου ή αν πρόκειται για φοβία, λαμβάνουμε υπόψη τις παρακάτω ενδείξεις:

  • Το παιδί δείχνει φόβο ακόμα και στη σκέψη

  • Είναι έντονος ο φόβος του.  Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο φόβος ενός παιδιού θα περάσει μέσα σε λίγα λεπτά και ύστερα θα ησυχάσει.  Ένα παιδί με φοβία θα παραμείνει τρομοκρατημένο για πολύ περισσότερο, ίσως και για πολλές ώρες.

  • Ποιος είναι ο αντίκτυπος.  Οι διάφοροι φόβοι έχουν συνήθως μικρό αντίκτυπο στη ζωή ενός παιδιού εκτός από τα λίγα λεπτά που πρέπει να αντιμετωπίσει μια συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο με το αντικείμενο του φόβου του.  Από την άλλη μεριά, οι φοβίες τα παρασύρουν όλα στο πέρασμά τους και ίσως να κάνουν κατάληψη της ζωής του, σε σημείο που να φοβάται να ξεμυτίζει από το σπίτι

  • Βαθμός αντίστασης.  Τα περισσότερα παιδιά είναι δυνατό να βοηθηθούν να ξεπεράσουν γρηγορότερα τους φόβους τους και να δεχτούν με χαρά την υποστήριξη των γονιών τους σε αυτή τους την προσπάθεια.  Οι φοβίες όμως είναι πολύ πιο ανθεκτικές στην αλλαγή και έχουν την τάση να επιμένουν παρά τις όποιες προσπάθειες απομάκρυνσής τους.

Κατά πόσο το παιδί χρειάζεται ή όχι θεραπεία για κάποια φοβία του εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.  Θα πρέπει να διευκρινίσουμε κατά πόσο η φοβία, αυτή καθ’ αυτή, είναι εκείνο που ταλαιπωρεί το παιδί ή ότι υπάρχουν άλλες συναισθηματικές διαταραχές που δεν του επιτρέπουν να ζήσει μια ικανοποιητική και παραγωγική ζωή.

  1. ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ

Ο όρος χρησιμοποιείται εναλλακτικά με τους όρους «διαταραχή άγχους αποχωρισμού» και «σχολική φοβία» και αναφέρεται στη δυσκολία παρακολούθησης ή παραμονής στο σχολείο καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, η οποία συνοδεύεται από συναισθηματική δυσφορία, κυρίως άγχος και κατάθλιψη.  Η διαταραχή χαρακτηρίζεται από έντονο άγχος κατά τον αποχωρισμό ή τον επικείμενο αποχωρισμό από τους γονείς ή από το σπίτι, το οποίο παρεμποδίζει τη λειτουργικότητα του παιδιού, περιορίζει τις δραστηριότητες, που απαιτούν απομάκρυνση από το σπίτι και από τους γονείς και δεν εξηγείται από τις συνθήκες στην οικογένεια.

Τα παιδιά με σχολική άρνηση απουσιάζουν, συχνά, από το σχολείο, μπορεί να πηγαίνουν και να φεύγουν αργότερα, εξαιτίας σοβαρής συναισθηματικής δυσφορίας κατά τη διάρκεια των μαθημάτων ή παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς πριν να πάνε στο σχολείο, όπως ξεσπάσματα νεύρων ή ψυχοσωματικά συμπτώματα.  Πρόκειται για σοβαρή δυσκολία με σημαντικές επιπτώσεις στη σχολική απόδοση, μέσα στην οικογένεια, στις σχέσεις με συνομιλήκους και στην αυτοπεποίθηση.  Η συνοσηρότητα με την κατάθλιψη είναι σχετικά υψηλή και παρατηρείται σχεδόν εξ ίσου σε αγόρια και κορίτσια, πιο πολύ στα μοναχοπαίδια ή το τελευταίο παιδί και συχνότερα στη μεσοαστική τάξη και μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία.

Όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι οι αντιδράσεις στα μικρά αυτά παιδιά αποτελούν σε ποσοστό 75-80% μια Αγχώδη διαταραχή αποχωρισμού από τη μητρική μορφή.  Όμως, παρόλο που στις περιπτώσεις σχολικής φοβίας υπάρχει βαθύτερο πρόβλημα σχέσεων με τους γονείς που αφήνει το παιδί σε ανασφάλεια και παρόλο που στις περισσότερες μελέτες έχει βρεθεί αυξημένο μητρικό άγχος, ασυνέπεια γονεικής συμπεριφοράς, οικογενειακή δυσαρμονία κ.α., ο παράγοντας του ίδιου του σχολείου δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ως συμβάλλουσα σημαντική αιτία.  Ο τρόπος υποδοχής του παιδιού στο σχολείο από τους δασκάλους, αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά, το επίπεδο γνώσεων των άλλων (σε περίπτωση αλλαγής σχολείου), κυρίως η αυστηρότητα ή αδικία που πιστεύει ότι συναντά, αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν καθοριστικά τις αντιδράσεις ενός μαθητή.

Τα παιδιά αυτά κυρίως δείχνουν δειλά, φοβισμένα και συνεσταλμένα, όταν είναι έξω από το σπίτι, μακριά από τους δικούς τους.  Η πλειονότητα από τα καταφανώς συνεσταλμένα αυτά παιδιά εκδηλώνουν την εντελώς αντίθετη συμπεριφορά στο σπίτι.  Είναι πεισματάρικα και απαιτητικά, φθάνουν ακόμη και να καταδυναστεύουν τους γονείς τους με την ισχυρογνωμοσύνη και διεκδικητικότητά τους.  Γενικά, τα παιδιά που αρνούνται να πάνε στο σχολείο έχουν έντονο άγχος επειδή πιστεύουν ότι για κάποιο λόγο δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις διάφορες καταστάσεις έξω από το σπίτι.

  1. ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ

Το παιδί υποφέρει μέσα στη φοβία του και χρειάζεται μια αυξημένη φροντίδα στην αρχή, με ψύχραιμη συζήτηση και διευκρινήσεις γύρω από τους φόβους του.  Σημαντικότατο ρόλο διαδραματίζει η συμβουλευτική επαφή με τους γονείς, ώστε να διορθωθεί η τοποθέτηση του περιβάλλοντος.  Να δίνεται η σωστή υποστήριξη προς το παιδί χωρίς υπερπροστασία που του στερεί την πρωτοβουλία, αλλά και χωρίς την αδιαφορία που αφήνει το παιδί γεμάτο ανασφάλεια.

Οι μέθοδοι και οι τεχνικές που αποδείχθηκαν πιο αποτελεσματικές για να βοηθηθεί το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του συνίστανται στα παρακάτω:

  • Να βοηθήσουμε το παιδί να αναπτύξει δεξιότητες με τις οποίες να μπορεί να αντιμετωπίσει το φοβικό αντικείμενο ή τη φοβική κατάσταση.  Προετοιμάστε το για το γεγονός, μιλώντας του για αυτό ή ακόμα και ζωγραφίζοντας την πρώτη μέρα στο σχολείο

  • Να φέρνουμε το παιδί σταδιακά σε επαφή και αλληλεπίδραση με το φοβικό αντικείμενο.  Επισκεφθείτε τον παιδικό σταθμό πριν την έναρξη της χρονιάς για να γνωρίσει το παιδί το προσωπικό και τους χώρους.

  • Να δώσουμε στο παιδί ευκαιρίες να γνωρίσει βαθμιαία το φοβικό αντικείμενο ή τη φοβική κατάσταση κάτω από συνθήκες που το παιδί να νιώθει απόλυτα ασφαλές.  Μιλήστε του για τις δραστηριότητες της ημέρας και τι αναμένεται από το παιδί να κάνει.  

Οι μέθοδοι που αποδείχθηκαν ότι βοηθούν μόνο μερικές φορές το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του συνίστανται στα παρακάτω:

  • Να εξηγήσουμε με λόγια στο παιδί και να το διαβεβαιώνουμε ότι το φοβικό αντικείμενο δεν αποτελεί απειλή και ότι δεν είναι επικίνδυνο.  Να είστε ήρεμοι και χαλαροί όταν πηγαίνετε εκεί κάθε μέρα.  Αν εκείνο φαίνεται ανήσυχο, διαβεβαιώστε το ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας.

  • Να εξηγούμε με λόγια στο παιδί και ταυτόχρονα να του δείχνουμε στην πράξη ότι το φοβικό αντικείμενο δεν είναι επικίνδυνο.  Μην κοντοστέκεστε στην είσοδο.  Πείτε του «γεια» σύντομα, ακόμη κι αν το παιδί φαίνεται ανήσυχο.

  • Να αναφέρουμε στο παιδί παραδείγματα θαρραλέας αντιμετώπισης του φοβικού αντικειμένου (συχνά οι γονείς χρησιμοποιούν το παράδειγμα άλλων παιδιών που δεν έχουν φόβους ή που είχαν αλλά τους ξεπέρασαν)

  • Να οδηγήσουμε το παιδί να «πιστέψει» ότι το φοβικό αντικείμενο δεν είναι καθόλου επικίνδυνο αλλά απεναντίας ότι είναι ευχάριστο

Οι μέθοδοι που διαπιστώθηκε ότι ήταν πρακτικά άχρηστες και αναποτελεσματικές συνίστανται στα παρακάτω:

  • Να αγνοούμε τους φόβους του παιδιού

  • Να φέρουμε το παιδί σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο δια της βίας, παρά τη θέλησή του

  • Η απομάκρυνση του φοβικού αντικειμένου

  • Η χορήγηση ηρεμιστικών στο παιδί

Διαπιστώθηκε επίσης ότι ακόμη και χωρίς καμιά απολύτως βοήθεια, τα παιδιά κατορθώνουν να ξεπεράσουν τους φόβους τους και αυτό γίνεται είτε ως μέρος της γενικής πορείας προς την ωριμότητα, είτε χρησιμοποιώντας τις ακόλουθες τεχνικές:

  • Κάνοντας συνεχή προσπάθεια να ξεπεράσουν τους φόβους τους, φέρνοντας στη σκέψη τους κάθε φορά τη βοήθεια που μπορούν οι ενήλικοι να τους προσφέρουν ή με το να σκέπτονται κάτι ευχάριστο, όπως τα αγαπημένα τους παιχνίδια κ.λ.π.

  • Συζητώντας με άλλους για τα πράγματα και τις καταστάσεις που τους προκαλούν φόβο

  • Συζητώντας με τον εαυτό τους και προσπαθώντας να διαπιστώσουν πόσο πραγματικός ή παράλογος είναι ο κίνδυνος που νιώθουν για τρομερά, ανύπαρκτα πλάσματα (φαντάσματα, άγρια ζώα) ή για φαντασιώσεις ή για γεγονότα προς τα οποία νιώθουν έντονους φόβους.