ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Ο ρόλος των γονιών είναι πολύπλευρος. Η επιστημονική έρευνα ασχολείται όλο και περισσότερο με τα χαρακτηριστικά και τη σημασία  της γονεΪκής εμπλοκής στην εκπαίδευση των παιδιών. Ιδιαίτερα για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, η ρόλος των γονιών κρίνεται ακόμα πιο σημαντικός για την ομαλή πορεία του παιδιού σε ακαδημαϊκό και κοινωνικό επίπεδο. Οι εγγενείς δυσκολίες που μπορεί να παρουσιάζουν τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες δυσχεραίνουν την επιτυχημένη προσαρμογή τους στο σχολικό πλαίσιο. Ένα παιδί που μπερδεύει γράμματα ή ήχους, που έχει διάσπαση προσοχής,

δεν μπορεί να συντονίσει αποτελεσματικά τα μάτια με τα χέρια του, δεν έχει ακριβή αίσθηση του χώρου και του χρόνου, έχει δυσκολίες στην οργάνωση ή δεν αντιλαμβάνεται τις διαδοχές και τις αλληλουχίες, είναι αναμενόμενο να χρειάζεται ακόμα περισσότερο τη βοήθεια των γονιών του ως εξισορροπιστικό παράγοντα των δυσκολιών του. Ο ρόλος των γονιών δεν περιορίζεται στην ανταπόκριση του παιδιού στις μαθησιακές απαιτήσεις του σχολείου, αλλά και στην οικοδόμηση αυτοπεποίθησης και μιας υγειούς αυτοεικόνας.

Σε αυτό το κείμενο θα γίνει καταρχήν μια απόπειρα ανάλυσης του γονεϊκού ρόλου στη σχολική επίδοση των παιδιών και στη συνέχεια θα σημειωθούν οι τρόποι με τους οποίους οι γονείς μπορούν να συμβάλλουν στην επιτυχημένη ακαδημαΪκή –κι όχι μόνο- πορεία των παιδιών τους.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΓΟΝΕΪΚΟΥ ΡΟΛΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Η οικογένεια επηρεάζει τη σχολική πορεία του παιδιού μέσω των μορφών και πρακτικών της οικογενειακής ζωής, οι οποίες επηρεάζουν την ικανότητα του παiδιού να μαθαίνει στο σχολείο («πρόγραμμα σπουδών της οικογένειας», Walberg, 1984). Ο Redding (2000) χωρίζει αυτούς τους παράγοντες σε τρεις βασικές κατηγορίες: α) σχέσεις γονέων-παιδιού, β) ρουτίνες της οικογενειακής ζωής, γ)προσδοκίες κι επίβλεψη γονέων.

Α) Σχέση γονέων-παιδιού:  Αν η σχέση γονέων-παιδιού είναι πλούσια γλωσσικά και υποστηρικτική συναισθηματικά, τότε το παιδί ευνοείται γνωστικά και κοινωνικά. Περιληπτικά, η σχέση γονέων-παιδιού σχετίζεται με τις συζητήσεις που γίνονται , τις εκδηλώσεις στοργής κι αγάπης, τις οικογενειακές επισκέψεις σε εκπαιδευτικούς χώρους και την παρότρυνση του παιδιού να επεκτείνει το λεξιλόγιό του.

Β) Ρουτίνες της οικογενειακής ζωής:  Οι σταθερές συνήθειες της οικογενειακής ζωής βοηθούν σημαντικά το παιδί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολείου. Αυτές οι σταθερές συνήθειες σχετίζονται με τον καθιερωμένο χρόνο και χώρο μελέτης στο σπίτι, ορισμένο χρόνο για φαγητό, παιχνίδι και ύπνο, οικογενειακά χόμπι, συνήθειες και δραστηριότητες εκπαιδευτικού περιεχομένου.

Γ) Προσδοκίες κι επίβλεψη γονέων:  Οι πεποιθήσεις των γονέων, σε συνδυασμό με υψηλές αλλά ρεαλιστικές προσδοκίες, επηρεάζουν καθοριστικά το τι το παιδί θεωρεί σημαντικό και επιδρούν θετικά στη σχολική του επίδοση. Αυτό επιβεβαιώνεται κι από έρευνα που δείχνει ότι οι πεποιθήσεις των γονέων και οι προσδοκίες του για την εκπαίδευση του παιδιού σχετίζονται έντονα με τις πεποιθήσεις του παιδιού για τις ικανότητες του καθώς και με τις επιδόσεις του (Galper, Wigfield, & Seefeldt, 1997).  Σύμφωνα με άλλη έρευνα (Steinberg, Lamborn, Dornbusch, & Darling, 1992), η γονεϊκή εμπλοκή, όταν συνδυάζεται με υψηλές προσδοκίες, στενή επίβλεψη και παραχώρηση αυτονομίας στο παιδί, οδηγεί σε υψηλές σχολικές επιδόσεις.

Επιπλέον, οι γονείς λειτουργούν για τα παιδιά τους ως πρότυπα συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης (Κολιάδης, 1995, σελ. 65), το άτομο αποκτά νέες συμπεριφορές παρατηρώντας τις συμπεριφορές των άλλων και τις συνέπειες τους. Δεδομένου ότι το παιδί υιοθετεί συμπεριφορές ανάλογα με τις συνέπειες που αυτές έχουν, γίνεται φανερός ο ρόλος των γονιών στη μάθηση: Οι γονείς –σε αντίθεση με τους δάσκαλους που εργάζονται με μια μεγάλη ομάδα παιδιών και περιορισμένο χρόνο- είναι πιο εύκολο να εφαρμόσουν πρακτικές ενίσχυσης με ικανοποιητική συνέπεια και συχνότητα (Hoover-Dempsey, & Sandler, 1997). Επίσης, οι γονείς γνωρίζουν καλύτερα από τον οποιονδήποτε το παιδί τους, τα ενδιαφέροντά του, και τις ανάγκες του. Έτσι μπορούν να βρούν και να παρέχουν τον ενισχυτή που θα λειτουργήσει καλύτερα για το παιδί τους.

Όπως προαναφέρθηκε, η σημασία της γονεικής εμπλοκής είναι μεγάλη. Στην πράξη, μπορούμε να έχουμε μία εικόνα της επιρροής της αν δούμε τη γνωστική εξέλιξη των παιδιών κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν το σχολικό πλαίσιο απουσιάζει και η παρουσία των γονέων είναι πιο έντονη. Κατά τις καλοκαιρινές διακοπές, παιδιά με μη ικανοποιητική σχολική επίδοση χάνουν έδαφος έναντι των συμμαθητών τους (Entwisle, & Alexander, 1992). Ο σημαντικός ρόλος των γονιών φαίνεται και στις μεγάλες διακυμάνσεις που παρουσιάζουν τα παιδιά  που πρωτοέρχονται στο νηπιαγωγείο.

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ – ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

  • Τα εσωτερικά κίνητρα σχετίζονται με την εσωτερική ικανοποίηση που προκαλεί η διαδικασία της μάθησης και προωθούν την αυτόνομη και ποιοτική μάθηση. Για να ενισχύσουν τα εσωτερικά κίνητρα των παιδιών, οι γονείς πρέπει να έχουν αυξημένες, αλλά ρεαλιστικές προσδοκίες και να αξιοποιούν τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του παιδιού κατά τη μελέτη (π.χ. εξάσκηση της ανάγνωσης και κατανόησης μέσω κόμικ ή αθλητικού περιοδικού). Επίσης, βοηθητική είναι η δημιουργία περιβάλλοντος μελέτης που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού. Για παράδειγμα, κάποιο παιδί μπορεί να έχει ανάγκη από συχνά διαλείμματα , άλλο μπορεί να χρειάζεται ενσωμάτωση κινητικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια της μελέτης (π.χ. πέταγμα μπάλας στη σωστή αριθμητική πράξη). Καλό είναι επίσης να παρέχεται ενθάρρυνση και λεκτική επιβράβευση όχι μόνο για το αποτέλεσμα, αλλά κυρίως για την προσπάθεια, και μάλιστα καθ΄όλη τη διάρκεια της προσπάθειας, αφού η ενθάρρυνση αποτελεί κινητήριο δύναμη για το παιδί. Επιπρόσθετα, αν οι γονείς συσχετίζουν τα μαθήματα με την καθημερινή ζωή και δίνουν έμφαση στα πρακτικά οφέλη της μάθησης, βοηθούν το παιδί να κατανοήσει την αξία και την ουσία των μαθημάτων με αποτέλεσμα να έχει προσωπικό ενδιαφέρον και κίνητρο για να μελετά. Π.χ. πώς θα στέλνεις sms/email στους φίλους/εργοδότη σου αν δεν μάθεις ανάγνωση, γραφή ή ορθογραφία.

  • Θα πρέπει οι γονείς να βοηθήσουν το παιδί να κατανοήσει το ρόλο του ως μαθητή εγκαίρως. Θα πρέπει δηλαδή το παιδί να καταλάβει από νωρίς τις υποχρεώσεις του απέναντι στη μάθηση. Γι’ αυτό το λόγο είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν ρουτίνες στην οικογενειακή ζωή που θα ακολουθούνται με συνέπεια και χρονική ακρίβεια. Ο ορισμένος και καθιερωμένος χρόνος φαγητού, ύπνου, παιχνιδιού, χόμπι, και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, βοηθούν το παιδί να ενσωματώσει την έννοια της οργάνωσης και το βοηθά να οριοθετεί και να διαχειρίζεται το χρόνο του. Απαραίτητο είναι να υπάρχει και καθιερωμένος χρόνος και χώρος μελέτης. Ο χώρος μελέτης καλό είναι να είναι ήσυχος, καλά φωτιζόμενος, οργανωμένος και τακτοποιημένος. Να περιλαμβάνει μόνο τα πράγματα που θα χρειαστεί το παιδί για τη μελέτη των σχολικών του μαθημάτων. Ηλεκτρονικός υπολογιστής, τηλεόραση ή άλλα αντικείμενα που μπορεί να διασπάσουν την προσοχή του παιδιού, καλό είναι να απομακρύνονται.

  • Οι γονείς θα πρέπει να είναι  πλήρως ενημερωμένοι για τις ικανότητες και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί σε αναπτυξιακό, μαθησιακό, συναισθηματικό και συμπεριφορικό επίπεδο. Έτσι θα είναι πιο εύκολο να κατανοούν ότι πολλές φορές αυτό που φαίνεται σαν τεμπελιά, απροσεξία ή μη συμμόρφωση, στην πραγματικότητα είναι μία ανεπάρκεια του παιδιού. Αυτή η δυσκολία του να ανταπεξέλθει στις σχολικές ή άλλες απαιτήσεις, έχει ως αποτέλεσμα να προσπαθεί και να ματαιώνεται, με αποτέλεσμα να απογοητεύεται και τελικά να παραιτείται. Αναμενόμενα λοιπόν, μετά από ένα σημείο θα ψάχνει τρόπους ώστε να μην εμπλακεί πάλι στην ίδια επίπονη διαδικασία κόπωσης και ματαίωσης –δηλαδή τη μελέτη.  Έτσι, όταν βλέπουμε ένα παιδί να αναβάλλει επανειλημμένα τη μελέτη, αντί να χαρακτηριστεί ως τεμπέλης κλπ., καλό είναι να ρωτηθεί ή να συζητηθεί μαζί του μήπως έχει πολύ ύλη εκείνη την ημέρα ή μήπως δεν έχει καταλάβει κάτι από την παράδοση και για αυτό αποφεύγει το διάβασμα και ότι ο γονιός είναι εκεί ακριβώς για να βοηθήσει.

  • Καλό είναι επίσης οι γονείς να έχουν υπόψη τους ότι η επανάληψη ΔΕΝ είναι μητηρ πάσης μαθήσεως. Το να βάζουμε ένα παιδί να διαβάζει ή να γράφει κάτι πολλές φορές δεν είναι αποτελεσματικός τρόπος μάθησης. Αντίθετα, είναι πολύ βοηθητικό για το παιδί  να χρησιμοποιούνται τρόποι μάθησης στους οποίους εμπλέκονται όλες οι αισθήσεις. Για παράδειγμα, όταν καλείται το παιδί να μάθει κάποιο γράμμα, πέρα της κλασσικής μεθόδου γραφής του, μπορεί να το φτιάξει με πλαστελίνη, να το ζωγραφίσει, να συνδέσει τη μορφή του με μία ζωγραφιά, να φανταστεί την εικόνα του, να το περπατήσει και να το ιχνηλατήσει νοητά στον αέρα. Αντίστοιχα, στην εκμάθηση ορθογραφίας, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να βάζουμε τα παιδιά να αντιγράφουν τις λέξεις ‘’μέχρι να τις μάθουν’’. Βοηθητική στη μαθησιακή διαδικασία είναι και η κίνηση: Μπορεί το παιδί να βλέπει τη λάθος λέξη διορθωμένη, να την κρύβει και να πηγαίνει σε άλλο χώρο για να τη γράψει. Ύστερα, να πηγαίνει πάλι να δει την διορθωμένη λέξη για να ελέγξει αν την έγραψε σωστά. Επίσης, η ορθογραφία μπορεί να δουλευτεί μέσω παιχνιδιών, όπως η κρεμάλα και το πρόσωπο-ζώο-πράγμα (ουσιαστικά-επίθετα).

  • Αναφορικά με τα λάθη, αυτά θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αποδεκτά κι αναμενόμενα. Οι γονείς θα πρέπει να διδάξουν στα παιδιά τους ότι τα λάθη είναι επιθυμητά στην πορεία της μάθησης κι ότι είναι στην ουσία ευκαιρίες για μάθηση. Η προσωρινή αποτυχία - αν τη διαχειριστούμε σωστά- είναι ο δρόμος προς  την επιτυχία. Άρα, δεν μαλώνουμε, δεν φωνάζουμε ΄΄γιατί το έκανες έτσι΄΄, αλλά συζητάμε πάνω στα λάθη και ψάχνουμε με το παιδί τι μπορεί να μην κατάλαβε ή τι μπορεί να του διέφυγε.

  • Καθώς οι γονείς είναι αυτοί που ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τα παιδιά τους και τα ενδιαφέροντά τους, είναι οι πλέον ειδικοί στο να καθορίσουν ένα σύστημα αμοιβών κι επιβραβεύσεων. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες βιώνουν περισσότερη ματαίωση από ότι οι συμμαθητές τους με αποτέλεσμα να έχουν περισσότερη ανάγκη την συνεπή επιβράβευση κι ενθάρρυνση. Οι γονείς καλό θα είναι να εστιάζονται σε αυτά πού μπορεί να τα καταφέρει το παιδί και στα μικρά βήματα προόδου που κάνει, ώστε να το ενθαρρύνουν να συνεχίσει την προσπάθεια. Η σύγκριση με τα άλλα παιδιά και ο χλευασμός (‘’Είναι τόσο εύκολο, γιατί δεν καταλαβαίνεις;’’) δεν είναι καθόλου εποικοδομητικά και μόνο κακό μπορούν να κάνουν στο παιδί.

  • Καλό είναι να δίνονται θετικές οδηγίες στο παιδί, να καθοδηγείται στο τι να κάνει –κι όχι τι να μην κάνει- να του δίνονται κίνητρα για δράση –κι όχι να αποτρέπεται από αυτή. Να βοηθάμε το παιδί να χτίσει τις δυνάμεις του –κι όχι να εστιαζόμαστε στις αδυναμίες του. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αλληλεπίδρασης οι γονείς  προστατεύουν το παιδί και τον εαυτό τους από τα αρνητικά συναισθήματα που θα βίωναν και μπορούν να συνδιαλέγονται με το παιδί με θετικό τρόπο, χωρίς να εξαντλείται η υπομονή τους, να απογοητεύονται ή να θυμώνουν.  Π.χ. είναι προτιμότερο να λέμε «μπράβο σου που συγκεντρώθηκες τόση ώρα σήμερα», «σημείωσες λιγότερα λάθη σήμερα», «αυτά είναι ωραία γράμματα», «χαίρομαι που θυμήθηκες τους κανόνες στην ορθογραφία» κ.ο.κ.

  • Οι γονείς θα πρέπει να βοηθούν το παιδί να οργανώνει τις προσπάθειες του ώστε να πετυχαίνει τον στόχο του στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις κι ικανότητες.  Έτσι, το παιδί αποκτά αυτοπεποίθηση, αίσθηση προσωπικού ελέγχου της ζωής του και κίνητρο για να συνεχίσει να προσπαθεί και να κατακτά νέες δεξιότητες. Σ’ αυτή την προσπάθεια του παιδιού οι γονείς μπορούν να το υποστηρίξουν με το να απλοποιούν τη σχολική (ή όποια άλλη εργασία δυσκολεύει το παιδί), να την επεξηγούν και να την συνδέουν με προηγούμενες γνώσεις του παιδιού. Καλό είναι οι γονείς να κατανοήσουν ότι δεν βοηθούν το παιδί με το να κάνουν οι ίδιοι τις δουλείες του ή να του παρέχουν υπέρμετρη βοήθεια. Βεβαίως, ούτε η άσκηση έντονης πίεσης, αυστηρού ελέγχου, ή ο εξαναγκασμός εργασίας με ένα συγκεκριμένο τρόπο που δε φαίνεται να ευχαριστεί και να βολεύει το παιδί έχει θετικά αποτελέσματα. Και η υπέρμετρη βοήθεια και η έντονη πίεση βλάπτουν την αυτοαντίληψη και την αίσθηση αυτάρκειας του παιδιού, και συνεπώς και την απόδοσή του στο σχολείο. (έσβησα μια πρόταση)

  • Πολύ σημαντική είναι και η επικοινωνία σχολείου-γονέων για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτον, οι γονείς είναι απαραίτητο να ενημερώνουν τους δασκάλους του παιδιού για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, ώστε να μπορεί ο δάσκαλος να εξατομικεύει όσο το δυνατόν το πρόγραμμα διδασκαλίας και να διευκολύνει το παιδί.

Δεύτερον, μέσω αυτής της επικοινωνίας οι γονείς ενημερώνονται για τον τρόπο διδασκαλίας των μαθημάτων και το τι ακριβώς αναμένει ο δάσκαλος από το παιδί. Έτσι, οι γονείς θα μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά στη σχολική μελέτη στο σπίτι.

Τέλος, η επικοινωνία σχολείου-γονέων δημιουργεί ένα συνεκτικό δίκτυο που περιβάλλει το παιδί με ασφάλεια και το οργανώνει κι αυτό γιατί υπάρχει συνέπεια στις πληροφορίες και τους κανόνες που απαιτούνται από το παιδί και στο σχολικό και στο οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι δεν υπάρχουν διχογνωμίες, αντικρουόμενες πληροφορίες και κανόνες που θα μπέρδευαν το παιδί.

  • Για να μπορούν οι γονείς να βοηθήσουν και να υποστηρίξουν αποτελεσματικά το παιδί, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να επενδύουν χρόνο κι ενέργεια ώστε η σχέση με το παιδί να διατηρείται ζωντανή και λειτουργική. Αυτό επιτυγχάνεται με την καθημερινή συζήτηση για σημαντικά θέματα που μπορεί να απασχολούν το παιδί, αλλά και θέματα της καθημερινότητας, κατά την οποία ζητείται και γίνεται σεβαστή η γνώμη του παιδιού. Άλλος τρόπος για να διατηρηθεί λειτουργική η σχέση γονέων-παιδιού είναι οι οικογενειακές επισκέψεις σε εκπαιδευτικούς χώρους και η συμμετοχή της οικογένειας σε ψυχαγωγικές δραστηριότητες (π.χ. επισκέψεις στη φύση, παιδικές χαρές, πολιτιστικές εκδηλώσεις).

  • Οι γονείς είναι από τα ισχυρότερα πρότυπα για τα παιδιά τους και άμεσα ή έμμεσα τους μεταλαμπαδεύουν τις αξίες, τις στάσεις και τις συμπεριφορές τους. Σημαντικό είναι να γνωρίζουν ότι το παράδειγμά τους είναι πολύ πιο ισχυρό από τα λόγια τους. Συνεπώς, καλό είναι να εκδηλώνουν έμπρακτα τη θετική τους στάση προς τη μάθηση και το διάβασμα˙ να τους δίνουν σαφή προτεραιότητα έναντι της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τα παιδιά καλό είναι να βλέπουν ότι σημαντική θέση στην καθημερινή ρουτίνα των γονιών του έχει η ανάγνωση βιβλίου κι εφημερίδας.

  • Οι γονείς είναι επιφορτισμένοι και με την ευθύνη της εισαγωγής του παιδιού στον κόσμο της γνώσης. Επομένως, καλό είναι να έχουν φροντίσει ώστε να υπάρχουν στο σπίτι βιβλία, εγκυκλοπαίδειες και λεξικά προσιτά στο παιδί. Επίσης, μπορούν να οργανώνουν οικογενειακές επισκέψεις σε βιβλιοθήκες, μουσεία κι άλλους εκπαιδευτικούς χώρους.

  • Σημαντική είναι και η καλλιέργεια των κοινωνικών δεξιοτήτων του παιδιού, αφού καθιστά έναν καθοριστικό παράγοντα για την ομαλή σχολική του προσαρμογή κι αργότερα την επιτυχή κοινωνική του ένταξη ως ενήλικα. Οι γονείς θα πρέπει να φροντίζουν ώστε το παιδί  να οικοδομήσει την αυτοεικόνα και την αυτοπεποίθησή του, να είναι πρόθυμο κι ικανό να δημιουργεί και να διατηρεί φιλικές σχέσεις. Καλό είναι λοιπόν οι γονείς να φροντίζουν ώστε το παιδί να ανταλλάζει επισκέψεις σε σπίτια συμμαθητών, να συμμετέχει σε ομαδικές δραστηριότητες, είτε αυτές γίνονται με την μορφή παιχνιδιού, ομαδικής δημιουργίας ή αθλήματος. Επιπλέον, το παιδί πρέπει να είναι ικανό να κατανοεί και να είναι σε θέση να συμμορφωθεί με τους κανόνες που ισχύουν σε διαφορετικές κοινωνικές περιστάσεις.

  • Τέλος, καλό είναι οι γονείς να συνειδητοποιήσουν ότι το παιδί είναι μια αυτόνομη προσωπικότητα και ο σκοπός της γέννησης κι ύπαρξης του δεν είναι να πραγματώσει τα όνειρα των γονιών του, να ζήσει αυτά που δεν έζησαν εκείνοι, ή να εκπληρώσει  ό,τι δεν μπόρεσαν. Το ιδανικό θα ήταν να καταφέρουν οι γονείς να μην προβάλλουν τις προσωπικές τους προτιμήσεις κι όνειρα στο παιδί, αλλά να το αποδέχονται όπως είναι, στην πληρότητα της προσωπικής του μοναδικότητας, με τις ικανότητες, τις αδυναμίες και τις προτιμήσεις του. Στην πράξη αυτό θα μπορούσε να μεταφραστεί σε αποδοχή της θέλησης του παιδιού να φοιτήσει σε μία τεχνική σχολή ή να μη σπουδάσει.

Συνοπτικά, η κυριότερη θετική επίδραση της γονεϊκής εμπλοκής στις σχολικές εργασίες για το σπίτι εντοπίζεται στην διαμόρφωση θετικής στάσης του παιδιού απέναντι στις σχολικές εργασίες και τη σχολική μάθηση γενικότερα  (Cooper, Lindsay, Nye, & Greathouse, 1998). Όταν οι γονείς υποστηρίζουν το παιδί στις σχολικές εργασίες του και παράλληλα κατανοούν το αναπτυξιακό του επίπεδο, τότε ενισχύουν την αντίληψη που έχει το παιδί για τις ικανότητές του, κάτι που σχετίζεται θετικά με τις ακαδημαϊκές του επιδόσεις (Grolnick & Slowiaczek, 1994).

Εν κατακλείδι, ο ρόλος των γονιών στην ανάπτυξη του παιδιού με μαθησιακές δυσκολίες είναι καθοριστικός και πολυδιάστατος. Η έγκυρη αναγνώριση και συνειδητοποίηση από τους γονείς των ψυχολογικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών παραγόντων που εμπλέκονται στη δυσκολία του παιδιού τους είναι το πιο σημαντικό εφόδιο στην προσπάθεια σχεδιασμού μιας αποτελεσματικής παρέμβασης που κυρίως στοχεύει στο να ενισχύσει την αίσθηση ικανότητας, αυτάρκειας, και προσωπικού ελέγχου που έχει το παιδί για ό,τι αφορά τη ζωή του.